του Δημήτρη Γερακούδη
Εκλογές.
Μια λέξη λυτρωτική, σε πρώτο χρόνο.
Μια λέξη ανάθεμα, σε δεύτερο χρόνο.
Δαμόκλειος λέξη, σε νεκρό χρόνο.
Λέξη όνειδος, σε απολογιστικό χρόνο.
Και αυτό διότι, ό,τι λυτρωτικό και ελπιδοφόρο κυοφορεί η λέξη αυτή, χάνεται στην αρρησία της ερώτησης: «Ποιον;».
Ποιον λοιπόν;
Αυτόν που έχει αριστερές καταβολές;
Αυτόν που έχει δεξιούς προσδιορισμούς;
Αυτόν που έχει εκφαυλιστεί από ακραίες ή κεντρώες ιδεολογίες, κατά το παρελθόν;
Άλλωστε ποιός από όλους μας λείπει από αυτό το μωσαϊκό προσωπείων;
Ποιος;
Η απάντηση είναι αυτός που δεν ενδίδει σε στοιχειά του παρελθόντος, όπως: εθνικιστής, αριστερός, σοσιαλιστής, φιλελεύθερος και τα αμέτρητα συνώνυμα και επαγόμενα αυτών, όπως: πατριώτης, φασίστας, χουντικός, κουμούνι, αλληλέγγυος, διεθνιστής, καπιταλιστής και άλλες αραχνιασμένες αρχειοθετήσεις και τυπολογίες που μας έχουν εμφυσήσει, διότι έτσι βολεύει.
Αυτός που αποφεύγει τις άνωθεν συμπληγάδες λεζάντες και αφορισμούς, επιδιώκοντας να συνενώσει τα παραπάνω ψυχογραφικά προφίλ, κάτω από το κοινό καλό.
Αυτός που έχει συνειδητοποιήσει ότι λαϊκιστικές έννοιες όπως Δημοκρατία, Ευρώπη, Χριστιανισμός, Δωδεκάθεο, ρατσισμός, αλληλεγγύη, μετανάστης, πολυπολιτισμός, κλιματική αλλαγή, οικολογία, διαφορετικότητα κεφαλαιοποιούνται κατά το δοκούν και υπό το πρίσμα του μεταμοντερνισμού, άγοντας τις μάζες στο χωροχρονικό συνεχές και εμποτίζοντας τες με εμμονικές, διχαστικές και υστερικές τάσεις, ωθώντας τες σε ακραίες εκδηλώσεις και κοινωνικές αναταραχές, στον βωμό του κοινωνικού αυτοματισμού.
Αυτός που δύναται να διακρίνει ότι αναδύονται πλέον νέες απειλές, στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό αλλά και ηθικό γίγνεσθαι, άνευ αποχρώσεων και ιδεολογικών εφαλτηρίων, με ασύμμετρες και απροσδιόριστες αλλά παράλληλα στοχευμένες διεισδύσεις στις μάζες, που επιφέρουν σύγχυση και παραλογισμό, έχοντας ως σκοπό από τη μία την αμφισβήτηση του ορθόδοξου και της κανονικότητας και από την άλλη την ανατροπή της συνοχής και των σταθερών και κατά επέκταση την παραδοχή και αποδοχή μιας μήτρας υπάκουης και υποδούλωσης.
Ποιος είναι αυτός;
Αυτός που γνωρίζει ότι τα πανεπιστήμια είναι πλέον δεξαμενές άντλησης ανδρείκελων και οι περγαμηνές και τα πτυχία αυτών απλά υποσχετικές επιστολές.
Αυτός που δεν προβιβάζει ή υποβιβάζει πολίτες με το πρόσχημα της μόρφωσης ή της τάξης, για τις όποιες αντιλήψεις, πεποιθήσεις και στάσεις ζωής τους, αλλά τους αντιμετωπίζει ισόνομα διότι γνωρίζει ότι καλύτερα είναι μια κοινωνία με άγνωθους μα συνειδητοποιημένους πολίτες, παρά μια κοινωνία με σπουδαγμένους, μα ανεπίγνωστους πολίτες.
Και ποιος είναι αυτός;
Αυτός που δεν θα ντραπεί ούτε θα φοβηθεί να κραυγάσει ότι είναι Έλληνας.
Αυτός που τα ελληνικά ιδεώδη και φρονήματα είναι ριζωμένα βαθιά στην ψυχή του.
Αυτός που έχει μέσα του Αριστοτέλη, Σωκράτη, Πλάτων, Αισχύλο, Ευριπίδη, Ισοκράτη, Σοφοκλή, Επίκουρο, Ηράκλειτο, Θουκυδίδη.
Τις ανιδιοτελείς θυσίες του Νικηταρά, του Μπότσαρη, του Διάκου, της Μπουμπουλίνας, του Παπαφλέσσα.
Τη «Ρωμιοσύνη», του Ρίτσου.
Την ταπεινωμένη Ελλάδα, του Κωστή Παλαμά.
Τις «Θερμοπύλες», του Καβάφη.
Τον «Ύμνο εις την Ελευθερία», του Σολωμού.
Το «Άξιον Εστί», του Ελύτη.
Μα φυσικά το «Θούριο», του Ρήγα Φεραίου.
Αυτός που έχει τραγουδήσει Θεοδωράκη, Ξυλούρη.
Που έχει επισκεφτεί τον Όλυμπο, τη Βεργίνα, τους Δελφούς, τις Θερμοπύλες το Σούλι, το Δίστομο, τα Καλάβρυτα και τη Μονή της Αγίας Λαύρας, το σπίτι του γέρου του Μοριά στο Λιμποβίσι, τα ακριτικά φυλάκια αντικρίζοντας τον τελευταίο Έλληνα φαντάρο να πράττει το καθήκον του.
Αυτός που νιώθει ρίγος, όταν ακούει τη φωνή του Έλληνα πιλότου, τη στιγμή που αναχαιτίζει τουρκικό μαχητικό.
Αυτός που δεν λησμονεί τον ήρωα Κατσίφα, της εκεί προδομένης, ντροπιασμένης, ξεχασμένης και παρατημένης Ελλάδας, τους υποπλοιάρχους Χριστόδουλο Καραθανάση, Παναγιώτη Βλαχάκο και τον αρχικελευστή Έκτορα Γιαλοψό που «έπεσαν» για την πατρίδα, δίχως να σκεφτούν πολιτικές σκοπιμότητες, διαπραγματεύσεις, μισθούς, θεσμούς ούτε τις ίδιες τους τις οικογένειες.
Αυτός που έχει παρελάσει με υπερηφάνεια, στις εθνικές μας εορτές, πίσω από την ελληνική μας σημαία, διακρίνοντας τις θυσίες των προγόνων μας, στις ρίγες της.
Αυτός που έχει σταθεί με ευλάβεια μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, εκφράζοντας σιωπηλά την ευγνωμοσύνη του, που του παρέδωσαν αυτά τα ολίγα: ευλογημένη γη, θάλασσα και γαλανό ουρανό.
Ναι αλλά ποιος είναι αυτός;
Αυτός που για κανένα χρηματισμό, καμία συναλλαγή, εξαγορά, μίζα, επίδομα, χαρτζιλίκι ή θεσούλα όσο και ελκυστικά δεσπόζουν αυτά, δεν θα παραχαράξει ιστορία χιλιάδων ετών, δεν θα μειοδοτήσει κεκτημένα που αποκτήθηκαν με τόσες ανυστερόβουλες και νωπές ακόμα θυσίες, δεν θα καταφρονήσει θεμελιώδεις ιδέες, αρχές και δικαιώματα που αποκτήθηκαν ύστερα από αιματοβαμμένους αγώνες, δεν θα καταστρέψει το παρόν μιας επιχείρησης, τα όνειρα μιας οικογένειας, την ελπίδα και την αισιοδοξία ενός ανθρώπου, το μέλλον των επόμενων γενιών, την ταυτότητα ενός έθνους.
Αυτός που αρνείται να ακολουθήσει τις επιταγές του ανωτέρου του όταν αυτές αντικρούουν το σύστημα δικαίου και αξιών του, προκειμένου να έχει την εύνοια του ή για να μη χάσει τη δουλεία του.
Όπως ο δικαστής που «κρυφοκοιτάει» κάτω από τον επίδεσμο της θέας Δικαιοσύνης (θεά Θέμις) «κλείνοντας το μάτι» στις προσταγές της πολιτικής εξουσίας.
Όπως ο ιατρός που δεν «ἐπιτελέα ποιήσειν κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμὴν ὅρκον τόνδε», αλλά κατά την «κρίση» των φαρμακευτικών ή κυβερνητικών αρχών.
Όπως ο ειδικός φρουρός, ο οποίος κατόπιν θρασύδειλων πολιτικών εντολών καταστέλλει με μένος, βία και επαίσχυντα μέσα, συνταξιούχους αναγνωρίζοντας έτσι την προσφορά τους στην κοινωνία, περιθωριοποιημένες και κοινωνικά αποκλεισμένες ευπαθείς ομάδες δείχνοντας τους κατά αυτόν τον τρόπο τον σεβασμό του, γυναίκες και μητέρες δηλώνοντας τους την ευγνωμοσύνη του για το μεγαλύτερο δώρο που προσφέρουν στη ζωή, την ίδια τη ζωή, μαθητές και φοιτητές επιδεικνύοντας τους το σωστό παράδειγμα για την πορεία τους στη ζωή και εν γένει κάθε πολίτη της κοινωνίας που διαμαρτύρεται απέναντί του άνισα μα έντιμα, για τη Μακεδονία, την οικονομία, την ανεργία, την ισονομία, το δίκαιο, για το δικαίωμα στη ζωή.
Όπως ο δημοσιογράφος που ασελγεί στο αληθές και την ορθότητα της είδησης, διότι έτσι είναι η γραμμή του σταθμού.
Όπως ο εκπαιδευτικός που ενώ γνωρίζει ότι: «αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων, πρέπει να έχουν πεισθεί πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων», εντούτοις διδάσκει στους μαθητές του ελληνική γραμματεία, δίχως Ελλάδα και εθνισμό.
Όπως ο ιερέας που υπακούει στην εγκόσμια «ευχή» να μην ασκήσει τα ποιμαντικά του καθήκοντα, αν και γνωρίζει ότι Εκκλησία άνευ της Θείας Ευχαριστίας δεν συνιστά Εκκλησία.
Όπως, ο πιστός που «πριν αλέκτορα φωνήσαι» απαρνείται Αυτόν που στρέφεται όταν η ζωή του κινδυνεύει, μόνο και μόνο διότι βρέθηκε κάποιος άσεβος και τυχαίος στον καθόλα «ενάρετο» βίο του, να τον τρομοκρατήσει ότι απειλείται η ζωή του αν εκκλησιαστεί, λησμονώντας ότι όλα είναι μια δοκιμασία.
Όπως ο γονέας που φροντίζει και γαλουχεί τα παιδία του, κατά Κρέοντα κι όχι κατά Αντιγόνη, καταλείποντας τα στα κελεύσματα ανεύθυνων, ανεπαρκών, σπουδαιοφανών, διεστραμμένων και επικίνδυνων τυχοδιωκτών με απωθημένα εξουσίας και κύρους, άπληστους για κυριαρχία και δεσποτισμό, κόλακες του πολιτικού βίου, που επιβουλεύονται και σφετερίζονται τις ζωές μας.
Τελικά ποιος είναι αυτός;
Αυτός που δεν παραμένει απαθής, παρακολουθώντας σιωπηλά, από τη ραστώνη της βολής του, την παραμόρφωση και μετάλλαξη του σε αγελαίο μετάνθρωπο, με ακρίβεια προοικονομίας.
Αυτός που γνωρίζει ότι απότοκο της σιωπής, της ανοχής και της αποστασιοποίησης από τα κοινά και της μη ενεργής συμμετοχής στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι του τόπου, φυλακίζει το παρόν και αιχμαλωτίζει το μέλλον, εγκαταλείποντάς τα τάχα σε καθοδηγητές κοινής γνώμης και υποδείγματα της κοινωνίας, στην πραγματικότητα σε βδελύγματα και εμέσματα, απάτριδες και αχυράνθρωπους που αναδύουν δυσοσμία ύβρις προς τα θεία και ιερά και μολύνουν πανανθρώπινες αξίες, σε αυτό το παρά φύσιν μόρφωμα της κοινωνίας που έχουν εξυφάνει.
Αυτός που έχει χρέος να διανθίσει την εθνική συνείδηση, να εκφράσει αφοσίωση στα ελληνικά ιδεώδη και να μεταλαμπαδεύσει αυτά, ακέραια στις επόμενες γενιές, τιμώντας κατά αυτόν τον τρόπο τις προηγούμενες, που αγωνίστηκαν να τα κληροδοτήσουν ατόφια.
Αυτός που μπορεί να κοιτάξει βαθιά, καθάρια και με υπερηφάνεια στα μάτια τα παιδιά του, δίχως υπεκφυγές και συστολές.
Αυτός που στην ερώτηση: «Ποιος;» δεν απαντάει «εγώ» ή «εσύ», αλλά με το κραταιό «εμείς».
Εμείς λοιπόν, σήμερα, για μπορούμε να παραδώσουμε στα παιδιά μας, έστω και μια στάλα ελπίδας, αύριο.
Δημήτρης Γερακούδης (25 Ιανουαρίου 2021)